δαμαλιστής

δαμαλιστής
ο
αυτός που κάνει τον δαμαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccinator). Η λ. μαρτυρείται στον Εμμ. Ροΐδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”